Αλώνι
Καλλιτέχνης
Ελένη Κωνσταντινίδη (Κωνσταντινίδου)
(1910 - 1988)
Ημερομηνία1938
ΥλικόΞυλογραφία σε πλάγιο ξύλο
Διαστάσεις28,4 x 30,9 εκ.
Αρ. Συλλογής330
ΠεριγραφήΤο Αλώνι, και οκτώ ακόμη ξυλογραφίες, εξέθεσε η χαράκτρια στην Α΄ Πανελλήνια Έκθεση Ελληνικής Χαρακτικής, που διοργάνωσε η «Ομάδα Ελλήνων Ζωγράφων-Χαρακτών» στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, τον Δεκέμβριο του 1938.
Το έργο είναι μια ηθογραφική σκηνή, εμπνευσμένη από τον αγροτικό βίο, κατά την οποία, ζώα – άλογα ή βόδια – πατούν τα στάχυα που έχουν απλωθεί στο αλώνι, για να σχηματίσουν ένα ισοπαχές στρώμα, έτοιμο να δεχθεί το αλώνισμα που θα ακολουθήσει. Η πραγμάτευση υπερβαίνει κατά πολύ την αφετηρία του ηθογραφικού πλαισίου, αλλά και δεν ανταποκρίνεται με ακρίβεια στη συγκεκριμένη πράξη, αφού η καλλιτέχνις χειρίζεται το θέμα με ιδιάζουσα ελευθερία και τόλμη.
Απλή και ευσύνοπτη, η σύνθεση οργανώνεται με κύρια μέλη τον οριζόντιο άξονα – το έδαφος, το ημικύκλιο στο οποίο εντάσσονται τα τέσσερα άλογα, τα οποία εκτελούν ακριβώς την ίδια κίνηση – και τον άνδρα, τον κατακόρυφο άξονα στο κέντρο περίπου, ο οποίος με το μαστίγιο στο υψωμένο δεξί χέρι ρυθμίζει την κίνηση, ενώ με το άλλο, τεντωμένο επίσης, την κατευθύνει προς τα αριστερά. Στο έδαφος, και γύρω από τον άνδρα, έχουν σκορπισθεί τα στάχυα που προσδίδουν ταυτότητα στον χώρο και την πράξη. Ο χώρος, τέλος, πίσω από τα άλογα, το βάθος της εικόνας, διαμορφώνεται με παράλληλες, οριζόντιες γραμμές, επάλληλες, οι οποίες δεν παραπέμπουν στον ανοιχτό υπαίθριο χώρο, όσο κυρίως στην τεχνική της ξυλογραφίας, καθώς οι χαράξεις μοιάζουν με τα «νερά» της ξύλινης πλάκας.
Το σχέδιο προδίδει τη μαθητεία της χαράκτριας στο εργαστήριο του Κεφαλληνού, σπουδαίο γνώρισμά του δε είναι η γραμμή, η οποία, έντονη, στιβαρή και ασφαλής, διαμορφώνει με άνεση τα περιγράμματα και τις λεπτομέρειες.
Η σύνθεση προκύπτει καθαρή, οι δε μορφές, αν και φέρονται ισχυρά προς τη σχηματοποίηση, είναι ευανάγνωστες και σαφείς. Λεπτομερέστερα έχουν σχεδιασθεί τα στάχυα, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι η απόδοσή τους είναι ακριβέστερη ή περισσότερο ρεαλιστική.
Αυτό, εντούτοις, που ιδιαιτέρως χαρακτηρίζει το έργο είναι η έντονη αίσθηση της κίνησης και ο εσωτερικός της ρυθμός. Η πρώτη συμπυκνώνεται στο άλμα των αλόγων και ενισχύεται από τη στάση του άνδρα με το μαστίγιο, ο δεύτερος οφείλεται στη σχέση που αναπτύσσουν οι μορφές μεταξύ τους. Είναι δε η σύνθεση τόσο ρυθμική και η κίνηση τόσο εξεζητημένη, ώστε το έργο δεν θυμίζει την εργασία του αλωνίσματος, αλλά μάλλον περίτεχνη παράσταση σε τσίρκο, με τον άνδρα να εξομοιώνεται με θηριοδαμαστή.
Ασφαλώς, η Κωνσταντινίδη γνωρίζει τις επιδόσεις των Géricault και Delacroix στην απεικόνιση αλόγων, τους πίνακες με ιπποδρομίες του Degas και έχει μελετήσει τον πίνακα του Georges Seurat, Το τσίρκο, 1891, Musée d’Orsay. Φαίνεται δε ότι προσεγγίζει το θέμα μάλλον με άξονα το άλογο και όχι το γεγονός του αλωνίσματος, το οποίο απλώς δικαιολογεί τη «χορογραφία» και την εντάσσει στην ελληνική αγροτική ζωή. Η σχέση αλόγου και θηριοδαμαστή, και η εντυπωσιακή κινησιολογία του αλόγου στον γαλλικό πίνακα φαίνεται πως αποτέλεσαν το έναυσμα για τη σύνθεση του ελληνικού έργου. (Βλάχος, 2007)
[...] Τον καθημερινό μόχθο της θάλασσας και των ανθρώπων της καταγράφει στην ξυλογραφία Ψαράς (1938· εικ. 61) ο Στρατής Αξιώτης. Η πρωταγωνιστική μορφή προτάσσεται εμβληματικά στο πρώτο επίπεδο του χαρακτικού, ενώ οι σκληρές εξπρεσιονιστικές χαράξεις και η λιτότητα της έκφρασης δίνουν τον τόνο της απαιτητικής εργασίας που καταβάλλεται από τους ψαράδες. Κατά αντιστοιχία, στην ξυλογραφία της Ελένης Κωνσταντινίδη Αλώνι (1938· εικ. 62), η χαράκτρια εμπνέεται την ηθογραφική σκηνή από τον αγροτικό βίο και εκμεταλλεύεται τις σκληρές γραμμές της χάραξης που δίνουν ένα δυναμικό και σθεναρό αποτέλεσμα στη διαμόρφωση των αλόγων και της ανθρώπινης μορφής. Παράλληλα, διαφυλάσσει το στοιχείο της κίνησης και της ροής στο έργο της, όπως αυτό αποδίδεται με τον σχεδιασμό των σταχυών σε συνδυασμό με τον ρυθμό του καλπασμού των αλόγων. (Κανελλοπούλου, 2018)
Το έργο είναι μια ηθογραφική σκηνή, εμπνευσμένη από τον αγροτικό βίο, κατά την οποία, ζώα – άλογα ή βόδια – πατούν τα στάχυα που έχουν απλωθεί στο αλώνι, για να σχηματίσουν ένα ισοπαχές στρώμα, έτοιμο να δεχθεί το αλώνισμα που θα ακολουθήσει. Η πραγμάτευση υπερβαίνει κατά πολύ την αφετηρία του ηθογραφικού πλαισίου, αλλά και δεν ανταποκρίνεται με ακρίβεια στη συγκεκριμένη πράξη, αφού η καλλιτέχνις χειρίζεται το θέμα με ιδιάζουσα ελευθερία και τόλμη.
Απλή και ευσύνοπτη, η σύνθεση οργανώνεται με κύρια μέλη τον οριζόντιο άξονα – το έδαφος, το ημικύκλιο στο οποίο εντάσσονται τα τέσσερα άλογα, τα οποία εκτελούν ακριβώς την ίδια κίνηση – και τον άνδρα, τον κατακόρυφο άξονα στο κέντρο περίπου, ο οποίος με το μαστίγιο στο υψωμένο δεξί χέρι ρυθμίζει την κίνηση, ενώ με το άλλο, τεντωμένο επίσης, την κατευθύνει προς τα αριστερά. Στο έδαφος, και γύρω από τον άνδρα, έχουν σκορπισθεί τα στάχυα που προσδίδουν ταυτότητα στον χώρο και την πράξη. Ο χώρος, τέλος, πίσω από τα άλογα, το βάθος της εικόνας, διαμορφώνεται με παράλληλες, οριζόντιες γραμμές, επάλληλες, οι οποίες δεν παραπέμπουν στον ανοιχτό υπαίθριο χώρο, όσο κυρίως στην τεχνική της ξυλογραφίας, καθώς οι χαράξεις μοιάζουν με τα «νερά» της ξύλινης πλάκας.
Το σχέδιο προδίδει τη μαθητεία της χαράκτριας στο εργαστήριο του Κεφαλληνού, σπουδαίο γνώρισμά του δε είναι η γραμμή, η οποία, έντονη, στιβαρή και ασφαλής, διαμορφώνει με άνεση τα περιγράμματα και τις λεπτομέρειες.
Η σύνθεση προκύπτει καθαρή, οι δε μορφές, αν και φέρονται ισχυρά προς τη σχηματοποίηση, είναι ευανάγνωστες και σαφείς. Λεπτομερέστερα έχουν σχεδιασθεί τα στάχυα, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι η απόδοσή τους είναι ακριβέστερη ή περισσότερο ρεαλιστική.
Αυτό, εντούτοις, που ιδιαιτέρως χαρακτηρίζει το έργο είναι η έντονη αίσθηση της κίνησης και ο εσωτερικός της ρυθμός. Η πρώτη συμπυκνώνεται στο άλμα των αλόγων και ενισχύεται από τη στάση του άνδρα με το μαστίγιο, ο δεύτερος οφείλεται στη σχέση που αναπτύσσουν οι μορφές μεταξύ τους. Είναι δε η σύνθεση τόσο ρυθμική και η κίνηση τόσο εξεζητημένη, ώστε το έργο δεν θυμίζει την εργασία του αλωνίσματος, αλλά μάλλον περίτεχνη παράσταση σε τσίρκο, με τον άνδρα να εξομοιώνεται με θηριοδαμαστή.
Ασφαλώς, η Κωνσταντινίδη γνωρίζει τις επιδόσεις των Géricault και Delacroix στην απεικόνιση αλόγων, τους πίνακες με ιπποδρομίες του Degas και έχει μελετήσει τον πίνακα του Georges Seurat, Το τσίρκο, 1891, Musée d’Orsay. Φαίνεται δε ότι προσεγγίζει το θέμα μάλλον με άξονα το άλογο και όχι το γεγονός του αλωνίσματος, το οποίο απλώς δικαιολογεί τη «χορογραφία» και την εντάσσει στην ελληνική αγροτική ζωή. Η σχέση αλόγου και θηριοδαμαστή, και η εντυπωσιακή κινησιολογία του αλόγου στον γαλλικό πίνακα φαίνεται πως αποτέλεσαν το έναυσμα για τη σύνθεση του ελληνικού έργου. (Βλάχος, 2007)
[...] Τον καθημερινό μόχθο της θάλασσας και των ανθρώπων της καταγράφει στην ξυλογραφία Ψαράς (1938· εικ. 61) ο Στρατής Αξιώτης. Η πρωταγωνιστική μορφή προτάσσεται εμβληματικά στο πρώτο επίπεδο του χαρακτικού, ενώ οι σκληρές εξπρεσιονιστικές χαράξεις και η λιτότητα της έκφρασης δίνουν τον τόνο της απαιτητικής εργασίας που καταβάλλεται από τους ψαράδες. Κατά αντιστοιχία, στην ξυλογραφία της Ελένης Κωνσταντινίδη Αλώνι (1938· εικ. 62), η χαράκτρια εμπνέεται την ηθογραφική σκηνή από τον αγροτικό βίο και εκμεταλλεύεται τις σκληρές γραμμές της χάραξης που δίνουν ένα δυναμικό και σθεναρό αποτέλεσμα στη διαμόρφωση των αλόγων και της ανθρώπινης μορφής. Παράλληλα, διαφυλάσσει το στοιχείο της κίνησης και της ροής στο έργο της, όπως αυτό αποδίδεται με τον σχεδιασμό των σταχυών σε συνδυασμό με τον ρυθμό του καλπασμού των αλόγων. (Κανελλοπούλου, 2018)