Παρθενώνας
Καλλιτέχνης
Βικέντιος Λάντσας
(1822 - 1902)
Ημερομηνίαπερ.1870
ΥλικόΥδατογραφία
Διαστάσεις36,65 x 54,8 εκ.
Αρ. Συλλογής401
ΠεριγραφήΑγαπητή σε Έλληνες και ξένους, η ζωγραφική του Λάντσα οφείλει τη δημοτικότητά της όχι μόνο στο θέμα και τη δεξιότητα του δημιουργού της, αλλά και στο ότι ο κλασικισμός που τη διέπει, συμβαδίζει συχνά με μια λανθάνουσα ρομαντική συμβολιστική διάθεση. Αυτή καθιστά το σεβαστό ερείπιο ευπρόσιτο, υπερκαλύπτει τους τραυματισμούς του χρόνου και προσδίδει έμφαση στο μήνυμά του1.
Τούτο διαφαίνεται στην υδατογραφία με τον Παρθενώνα. Η βορειοδυτική άποψη του ναού – αυτή που ζωγράφισε ο Λάντσα στο συγκεκριμένο έργο – είναι εκείνη που απεικονίζεται περισσότερο και ως εκ τούτου θέτει έμμεσα στον καλλιτέχνη την υπόμνηση της διακρίσεως. Η προσωπική συμβολή του ζωγράφου, εκτός από το ιδίωμά του, έγκειται στο γεγονός ότι συνδυάζει την πιστή απόδοση με την εμβληματική διάσταση του μνημείου2.
Ο ναός εικονίζεται μόνος, πολύ κοντά στην οπτική γωνία του θεατή, λιτός και μεγαλοπρεπής. Ο ζωγράφος ακολουθεί και σχολιάζει με φειδώ τον αρχιτέκτονα. Την πνευματική διάσταση, ενυπάρχουσα άλλωστε, και τη φορά προς το σύμβολο θα πετύχει με την εκμετάλλευση του φωτός. Χρησιμοποιεί την εκτεταμένη επιφάνεια και των δύο πλευρών, στις οποίες αναπτύσσει μια ιδιότυπη, παλλόμενη σύνθεση φωτισμού, με σκιές και αυξομειούμενες εντάσεις, έως ότου καταλήξει στο πάμφωτο αέτωμα.
Ιδεώδης πραγμάτωση των αρχών του κλασικισμού, ο ναός, παρά τους σοβαρούς τραυματισμούς του, έχει τη δυνατότητα – με τη βοήθεια και της συσσωρευμένης γνώσης για το μνημείο – να ανάγει τον θεατή στην πλήρη μορφή του και να αποβαίνει αντικείμενο θαυμασμού. Οι Ευρωπαίοι περιηγητές-καλλιτέχνες, ένθερμοι μελετητές της αρχαιότητας, όταν αναπαριστούν το μνημείο, έχουν κατά νου τη μορφή αυτή. Η ιδέα, χωρίς να καταργεί την πραγματικότητα, επηρεάζει τις απεικονίσεις που φιλοτεχνούν, ώστε η αναγωγή, και μέσω αυτών, να είναι εφικτή. Το έργο του Λάντσα, έπειτα από τη μακρά τριβή του καλλιτέχνη με το θέμα των ερειπίων, φαίνεται να διαθέτει ανάλογες δυνατότητες. (Βλάχος, 2007)
[...] Ιδεαλιστικά χαρακτηριστικά του παρελθόντος αναβιώνουν και μέσα από την απεικόνιση αρχαιολογικών τοπίων, θεματική που προς το τέλος του 19ου αι. αποτελεί ένα από τα αγαπημένα θέματα των καλλιτεχνών, τροφοδοτούμενο ήδη από τον 18ο αι. από το πάθος των Ευρωπαίων λογίων για το αρχαίο κάλλος και αργότερα από φιλελληνικά αισθήματα για την επανάσταση των Ελλήνων ενάντια στον οθωμανικό ζυγό. Για τους περισσότερους, τα αρχαία μνημεία και τα απομεινάρια τους λειτουργούν ως ιδεατό και αδιάψευστο τεκμήριο που επιβεβαιώνει την αδιάλειπτη συνέχεια ανάμεσα στην αρχαία και τη νεότερη Ελλάδα. Οι υδατογραφίες του Βικέντιου Λάντσα Παρθενώνας (περ. 1870· εικ. 10), Οι στύλοι του Ολυμπίου Διός (περ. 1870· εικ. 12), το Μνημείο του Λυσικράτους (περ. 1870· εικ. 8) και Η Πύλη του Αδριανού (1870· εικ. 11) μαρτυρούν αυτήν τη διάθεση ακριβώς από έναν δημιουργό που εισήγαγε την ιστορική τοπιογραφία στην ελληνική ζωγραφική. Τα έργα του αποπνέουν τον θαυμασμό για το μεγαλείο της αρχαιότητας μέσα από την άνεση και την ακρίβεια με την οποία αποδίδει τυπολογικά και μορφολογικά τα απεικονιζόμενα μνημεία. Την ίδια στιγμή, εμφανίζεται εμφατικά και το στοιχείο της νοσταλγίας, στον τρόπο με τον οποίο το ρέον χρώμα και το ατμοσφαιρικό φως διασπούν τη στιβαρότητα των αρχιτεκτονικών όγκων· αλλά και μίας ρομαντικής μελαγχολίας, ιδίως στον τρόπο που αποτυπώνεται η φθορά του χρόνου και η συμβίωση των μνημείων με ένα ταπεινότερο σύγχρονο περιβάλλον. Στο ίδιο κλίμα κινείται και η υδατογραφία του Στέφανου Λάντσα Ο ναός της Απτέρου Νίκης (περ. 1870· εικ. 9)· ο επίσης ζωγράφος και γιος του Βικέντιου Λάντσα υιοθετεί τις εικαστικές νόρμες του έργου του πατέρα του και παραδίδει την απεικόνιση ενός ναού που ορίζεται επιβλητικός τόσο μέσα από την αρχιτεκτονική δομή του όσο και από την ένταση που αποκτούν οι όγκοι του χάρη στο υπέρλαμπρο πρωινό φως. (Κανελλοπούλου, 2018)
Τούτο διαφαίνεται στην υδατογραφία με τον Παρθενώνα. Η βορειοδυτική άποψη του ναού – αυτή που ζωγράφισε ο Λάντσα στο συγκεκριμένο έργο – είναι εκείνη που απεικονίζεται περισσότερο και ως εκ τούτου θέτει έμμεσα στον καλλιτέχνη την υπόμνηση της διακρίσεως. Η προσωπική συμβολή του ζωγράφου, εκτός από το ιδίωμά του, έγκειται στο γεγονός ότι συνδυάζει την πιστή απόδοση με την εμβληματική διάσταση του μνημείου2.
Ο ναός εικονίζεται μόνος, πολύ κοντά στην οπτική γωνία του θεατή, λιτός και μεγαλοπρεπής. Ο ζωγράφος ακολουθεί και σχολιάζει με φειδώ τον αρχιτέκτονα. Την πνευματική διάσταση, ενυπάρχουσα άλλωστε, και τη φορά προς το σύμβολο θα πετύχει με την εκμετάλλευση του φωτός. Χρησιμοποιεί την εκτεταμένη επιφάνεια και των δύο πλευρών, στις οποίες αναπτύσσει μια ιδιότυπη, παλλόμενη σύνθεση φωτισμού, με σκιές και αυξομειούμενες εντάσεις, έως ότου καταλήξει στο πάμφωτο αέτωμα.
Ιδεώδης πραγμάτωση των αρχών του κλασικισμού, ο ναός, παρά τους σοβαρούς τραυματισμούς του, έχει τη δυνατότητα – με τη βοήθεια και της συσσωρευμένης γνώσης για το μνημείο – να ανάγει τον θεατή στην πλήρη μορφή του και να αποβαίνει αντικείμενο θαυμασμού. Οι Ευρωπαίοι περιηγητές-καλλιτέχνες, ένθερμοι μελετητές της αρχαιότητας, όταν αναπαριστούν το μνημείο, έχουν κατά νου τη μορφή αυτή. Η ιδέα, χωρίς να καταργεί την πραγματικότητα, επηρεάζει τις απεικονίσεις που φιλοτεχνούν, ώστε η αναγωγή, και μέσω αυτών, να είναι εφικτή. Το έργο του Λάντσα, έπειτα από τη μακρά τριβή του καλλιτέχνη με το θέμα των ερειπίων, φαίνεται να διαθέτει ανάλογες δυνατότητες. (Βλάχος, 2007)
[...] Ιδεαλιστικά χαρακτηριστικά του παρελθόντος αναβιώνουν και μέσα από την απεικόνιση αρχαιολογικών τοπίων, θεματική που προς το τέλος του 19ου αι. αποτελεί ένα από τα αγαπημένα θέματα των καλλιτεχνών, τροφοδοτούμενο ήδη από τον 18ο αι. από το πάθος των Ευρωπαίων λογίων για το αρχαίο κάλλος και αργότερα από φιλελληνικά αισθήματα για την επανάσταση των Ελλήνων ενάντια στον οθωμανικό ζυγό. Για τους περισσότερους, τα αρχαία μνημεία και τα απομεινάρια τους λειτουργούν ως ιδεατό και αδιάψευστο τεκμήριο που επιβεβαιώνει την αδιάλειπτη συνέχεια ανάμεσα στην αρχαία και τη νεότερη Ελλάδα. Οι υδατογραφίες του Βικέντιου Λάντσα Παρθενώνας (περ. 1870· εικ. 10), Οι στύλοι του Ολυμπίου Διός (περ. 1870· εικ. 12), το Μνημείο του Λυσικράτους (περ. 1870· εικ. 8) και Η Πύλη του Αδριανού (1870· εικ. 11) μαρτυρούν αυτήν τη διάθεση ακριβώς από έναν δημιουργό που εισήγαγε την ιστορική τοπιογραφία στην ελληνική ζωγραφική. Τα έργα του αποπνέουν τον θαυμασμό για το μεγαλείο της αρχαιότητας μέσα από την άνεση και την ακρίβεια με την οποία αποδίδει τυπολογικά και μορφολογικά τα απεικονιζόμενα μνημεία. Την ίδια στιγμή, εμφανίζεται εμφατικά και το στοιχείο της νοσταλγίας, στον τρόπο με τον οποίο το ρέον χρώμα και το ατμοσφαιρικό φως διασπούν τη στιβαρότητα των αρχιτεκτονικών όγκων· αλλά και μίας ρομαντικής μελαγχολίας, ιδίως στον τρόπο που αποτυπώνεται η φθορά του χρόνου και η συμβίωση των μνημείων με ένα ταπεινότερο σύγχρονο περιβάλλον. Στο ίδιο κλίμα κινείται και η υδατογραφία του Στέφανου Λάντσα Ο ναός της Απτέρου Νίκης (περ. 1870· εικ. 9)· ο επίσης ζωγράφος και γιος του Βικέντιου Λάντσα υιοθετεί τις εικαστικές νόρμες του έργου του πατέρα του και παραδίδει την απεικόνιση ενός ναού που ορίζεται επιβλητικός τόσο μέσα από την αρχιτεκτονική δομή του όσο και από την ένταση που αποκτούν οι όγκοι του χάρη στο υπέρλαμπρο πρωινό φως. (Κανελλοπούλου, 2018)