Εδώ αντικρίζουμε δύο προσωπογραφίες. Ξεκινώντας από τη γυναικεία μορφή, παρατηρούμε τη γυναίκα να απεικονίζεται από το ύψος του στήθους και πάνω σε γκρίζο ουδέτερο φόντο, με πυκνά μαύρα μαλλιά και περιδέραιο από πολύχρωμες χάντρες και ταιριαστά σκουλαρίκια. Το βλέμμα της είναι στραμμένο προς τα δεξιά, ενώ το δέρμα της αποτυπώνεται σκουρόχρωμο. Είναι η Δέσποινα, οικείο πρόσωπο από το συγγενικό περιβάλλον του Τσαρούχη και αγαπημένο του μοντέλο, αφού δεν είναι λίγες οι φορές που την έχει ζωγραφίσει. Εδώ, έχει έντονο και εκφραστικό βλέμμα, ενώ η μορφή της απεικονίζεται με μεγάλη καθαρότητα. Η ειλικρίνεια του προσώπου της και η μεστότητα της έκφρασής της αποπνέουν στιβαρότητα και στοχαστική διάθεση.
Δίπλα σε αυτό το έργο, παρατηρείτε την προσωπογραφία του νεαρού Γάλλου από τη Μπεζανσόν, επίσης συχνού μοντέλου του Τσαρούχη. Είναι ο Ντομινίκ που πόζαρε συχνά για τον ζωγράφο την εποχή που εκείνος ζούσε στη Γαλλία. Το φόντο είναι σκούρο και αναμιγνύεται με τα μαλλιά του. Εδώ, με ελαφρώς γερμένο το κεφάλι, ο Ντομινίκ μας κοιτά κατάματα. Έχει ύφος νωχελικό και αισθησιακό, με την έκφρασή του να αποπνέει μελαγχολία. Ο Τσαρούχης είχε αναφέρει ότι διάλεξε τον Ντομινίκ ως ένα λαϊκό παιδί, με ταλέντα ζωγράφου, ποιητή και μουσικού που ντυνόταν με ρούχα από δεύτερο χέρι, όπως πολλοί νέοι Γάλλοι της εποχής. Επίσης, τον ενδιέφεραν γενικά σαν θέμα οι νέοι με μακριά μαλλιά, που θύμιζαν αρχαίες και μυθικές φιγούρες απαράμιλλου κάλλους.
Κοινή συνιστώσα και των δύο προσωπογραφιών είναι ο ρεαλισμός στην αναπαράστασή τους αλλά και το γεγονός ότι είχαν χρησιμοποιηθεί και οι δύο ως μορφές τόσο στο γνωστό θέμα του Τσαρούχη με τις 4 εποχές, καθώς και σε ιστορικά ή μυθολογικά θέματα. Μάλιστα, απηχούν και στη χρωματική αντίληψη των περίφημων φαγιούμ, προσωπογραφιών της ύστερης ελληνιστικής εποχής.
Ο Γιάννης Τσαρούχης, θεωρούσε τον εαυτό του ερευνητή και διά βίου μαθητή. Το έργο του διακρίνεται για τη συνεχή παρουσία ενός ανοικτού εικαστικού διαλόγου μεταξύ στοιχείων της Ανατολής και της Δύσης. Ακριβέστερα, ήθελε και βρήκε τον τρόπο να ενώσει αυτούς τους δύο δρόμους, έχοντας την βαθιά πεποίθηση ότι η ελληνική παράδοση τους περιέχει και τους δύο.