Χρόνης Μπότσογλου (1941- )


Hχογραφημένη ξενάγηση

Ώρες του βουνού, 2013, Τρίπτυχο, ελαιογραφία σε καμβά, 100 x 210 εκ. (Πρωί: 100 x 70 εκ., Μεσημέρι: 99,8 x 69,7 εκ., Δειλινό: 99,9 x 70 εκ.)



Τρίπτυχο έργο μεγάλων διαστάσεων, Οι ώρες του βουνού αποτελούν ένα από τα υπαίθρια τοπία με τα οποία καταπιάστηκε τα τελευταία χρόνια ο Χρόνης Μπότσογλου. Το θέμα του είναι η εικόνα που βλέπει από το παράθυρο του σπιτιού του στο Πετρί της Λέσβου.

Η οπτική είναι πανοραμική και μοιάζει με ευρυγώνια φωτογραφική λήψη. Κάθε τμήμα έχει συντεθεί ξεχωριστά, με τέτοιον όμως τρόπο που δίνεται η αίσθηση του ολόκληρου. Κίτρινα, πράσινα, μπλε και γαιώδη καφέ συνυπάρχουν στη σύνθεση, αποδίδοντας την ποικιλομορφία του εδάφους του νησιού και τη γεωμορφολογία του. Ο καλλιτέχνης δεν απεικονίζει αυτό που βλέπει μιμητικά, αλλά μπολιάζοντάς το με τα προσωπικά του βιώματα, τα συναισθήματά του και την ιδιαίτερη αντίληψή του για αυτό που έχει τόσες φορές παρατηρήσει από το παράθυρο του σπιτιού του.

Ενδιαφέρον είναι που το τοπίο παρουσιάζεται σε διαφορετικές φάσεις – ανάλογα με τις περιβαλλοντικές συνθήκες ή την ώρα της ημέρας ή και τη συναισθηματική διάθεση του ίδιου του δημιουργού – στην ίδια σύνθεση. Για παράδειγμα, μεγάλη αντίθεση παρατηρείται ανάμεσα στο αριστερό τμήμα, χαμηλά στο έργο, και στο κεντρικό σημείο του πίνακα. Τα ζωντανά κίτρινα χρώματα στο κέντρο της σύνθεσης αντιπαραβάλλονται με το βαθύ μωβ, σχεδόν μαύρο, χάσμα της αριστερής πλευράς χαμηλά, ενώ το βαθύ μπλε του ουρανού, πάνω αριστερά, αντιτίθεται στα κυανό και βιολετί του ουρανού, πάνω δεξιά.

Ο Μπότσογλου δεν είχε ασχοληθεί με την τοπιογραφία, όταν ήταν νεότερος. Αντίθετα, τον γνωρίσαμε όλοι μέσα από αναρίθμητες προσωπογραφίες, όπου οι εκάστοτε χαρακτήρες του παρουσιάζονται μελαγχολικοί, γνήσιοι και χωρίς εξωραϊσμούς. Ωστόσο, εδώ και δέκα χρόνια, ο ζωγράφος στράφηκε στην τοπιογραφία. Ο ίδιος εξηγεί χαρακτηριστικά γιατί περίμενε να φτάσει σε μεγάλη ηλικία για να ζωγραφίσει το τοπίο: «Λέω, άμα γεράσω, όταν θα ’χω ξοφλήσει τα χρωστούμενα, χωρίς άλλη έγνοια θα κάτσω εδώ με ένα πολύ μεγάλο τελάρο για να ζωγραφίσω το βουνό. Λέω στα γεροντάματά μου θα ’χω τα μάτια για να μπορώ να δω τον κάμπο και το βουνό και τη θάλασσα. Θα ’χω κερδίσει τη σεμνότητα και την υπομονή για να δω τα δέντρα και τα σπαρτά να μεγαλώνουν. Ως τώρα δεν τόλμησα να πάω πέρα από τα σχέδια. Και καμαρώνω τον Θεόφιλο που τα ζωγράφισε όλα τόσο αληθινά.»

Η υπομονή και η καρτερικότητά του ανταμείβουν τον ίδιο και εμάς.